Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
Κάτι το οποίο δεν έχουμε καταλάβει, οι άγγελοι δεν είναι υλικά μόνο, είναι άυλα. Άρα έχουν μεγάλη ευκολία, να μπαίνουν μέσα μας. Αυτό να το αντιληφθούμε. έχει πολλή μεγάλη ευκολία να μπουν μέσα στην καρδιά μας και να βάλουν ωραίες επιθυμίες, να μπουν μέσα στον εγκέφαλο μας να μας βάλουν καλούς λογισμούς, να μπουν μέσα στο σώμα μας να θεραπεύσουν αρρώστιες, που πολλές φορές είναι λανθάνουσες, υπόγειες δηλαδή, δεν έχουμε. αντιληφθεί ακόμα. Αρκει εμείς να τους καλέσουμε.
Θα σας πω μια ιστορία τώρα και κάθε ιστορία έχει το δικό της νόημα, το δικό της μήνυμα. Μεγάλωσα, έγινα Διάκος στη Λάρνακα στον Άγιο Γεώργιο τον Κοντό, κοντά στη Λάρνακα γι' αυτό λέγεται και κοντός. Θυμάμαι ένα μοντέρνο παιδί, την εποχή εκείνη δεν έχει σκουλαρίκια, δεν ήταν συνηθισμένο όπως σήμερα. Σήμερα είσαι ντεμοντέ να έχεις σκουλαρίκι, τότε ήταν μοντέρνο, ήταν μεγάλη υπόθεση και μάλιστα όχι τόσο μικρός σαν εσένα, ένας εικοσιπενταρής να βάλει σκουλαρίκια, ή να κάνει τα του κότσο.
Θυμάμαι, δεν θα πω το όνομά του, ας τον πούμε Αντρέα. Ένας Αντρέας που ήρθε εκεί με το σκουλαρίκι ,με τον κότσο του, με κάτι μπότες περίεργες και μου λέει "Θέλω να εξομολογηθώ". Τον στείλαμε στον πάτερ Συμεών,τον γέροντα μας. Αργότερα μ' αυτόν γίναμε φίλοι και μου διηγήθηκε ο ίδιος τι του συνέβη με τον φύλακα του Άγγελο.
Αυτός παντρεύτηκε ο υποτιθέμενος Αντρέας, έκανε και ένα παιδί. Η μάνα του ήταν πολλή καλή γυναίκα την γνώρισα, αγία γυναίκα της προσευχής, της γονατιστής προσευχής. Έμεναν σε ένα χωριό έξω από τη Λάρνακα, περίπου στο χωριό τους ας πούμε 20 χιλιόμετρα έξω από τη Λάρνακα. Σιγά σιγά αυτός, άρχισε να παίρνει τον κακό δρόμο. Ξενύχτια, να αφήνει τη γυναίκα μόνη της στο σπίτι, παρόλο που ήταν φρεσκοπαντρεμμένος δεν ήταν μεγάλος άνθρωπος. Η μάνα του στεναχωριόταν και προσευχόταν στο σπίτι της, γιατί έβλεπε τον γιο της, ότι σιγά-σιγά κατέστρεφε τη ζωή του, τον γάμο του. Πήγαινε στα καμπαρέ, σε ξένες γυναίκες, έπλεξε με κάτι μάγκες όπου τον οδηγούσαν μακριά από την Εκκλησία, την οικογένειά του και έγινε ένας άνθρωπος της νύχτας και του ποτού.
Οπότε πήγε ένα βράδυ Σαββάτου, αφού ξενύχτησε καλά καλά, ήπιε και μόνος του ξεκίνησε να πάει στο χωριό του. Από την Λάρνακα να πάει στο χωριό του, το οποίο επαναλαμβάνω, η απόσταση ήταν 20 χιλιόμετρα. Σε μια στιγμή αποκοιμήθηκε πάνω στο τιμόνι, ήταν και πιωμένος και κουρασμένος από το ξενύχτι, πόσο να αντέξει ο οργανισμός . Όπως αποκοιμήθηκε, κανονικά έπρεπε το αυτοκίνητο, στην πρώτη στροφή να είχε ατυχήσει και πολύ πιθανό να έπρεπε να σκοτωθεί. Ξέρετε τι συνέβη; Μου το είπε ο ίδιος κλαίγοντας. Αφού πέρασε αρκετή ώρα ξύπνησε και είδε ότι το αυτοκίνητο κινείτο, έστριβε και είπε στον εαυτό του, "μα ποιος οδηγά και πόση ώρα είμαι έτσι;" Έιδε τότε λέει 2 χέρια ολοφώτεινα να κρατούν το τιμόνι και στις στροφές να στρίβουν, να ευθυγραμμίζουν το αυτοκίνητο στις ευθείες και να λέει με αυτόν τον τρόπο το έξω από το χωριό του. «Δηλαδή, μου λέει, 20 χιλιόμετρα πάτερ Νεόφυτε το αυτοκίνητο μου, το οδήγησε αυτός ο αόρατος που έβλεπα μόνο τα φωτεινά του χέρια. με άφησες να σκοτωθώ;" Άκουσε τότε φωνή «είμαι ο φύλακας σου άγγελος, πρόσεχε και μην αμαρτάνεις». Αμέσως λέει, έπιασα το τιμόνι και χάθηκαν τα φωτεινά χέρια!
No comments:
Post a Comment